- σιλιμανίτης
- ο, Ν(ορυκτ.) βλ. σιλλιμανίτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιλλιμανίτης — Ορυκτό του αργίλιου, άφθονο στην αλπική ζώνη, που κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα σε επιμήκεις βελονοειδείς κρυστάλλους χρώματος λευκού, τεφρού ή υποκίτρινου. Τα ορυκτά δισθενής και ανδαλουσίτης παρουσιάζουν την ίδια μ’ αυτόν χημική σύσταση… … Dictionary of Greek
γρανουλίτης — Μεταμορφωμένο σχιστώδες πέτρωμα, λεπτόκοκκο, αποτέλεσμα της δυναμομεταμόρφωσης των γρανιτών. Στη σύστασή του συμμετέχουν κυρίως χαλαζίας, στενά συνδεδεμένος με αστρίους και γρανάτες, τουρμαλίνης, σιλιμανίτης, απατίτης κ.ά. Χαρακτηριστική είναι η… … Dictionary of Greek